πορνό

πορνό
το
άκλ., η πορνογραφία, το πορνογράφημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορνό — Ν (άκλ. επίθετο) χαρακτηρισμός κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής ταινίας ή δημοσιεύματος με άσεμνο περιεχόμενο («ταινίες πορνό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορνο γραφικός, με αποκοπή τού β συνθετικού] …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • τσόντα — η, Ν 1. κομμάτι υφάσματος που προστίθεται σε ένα φόρεμα για να τό μακρύνει ή να τό φαρδύνει 2. (γενικά) κάθε κομμάτι που τίθεται ως προσθήκη σε κάτι άλλο 3. (κατ επέκτ.) καθετί που παρεμβάλλεται σε κάτι άλλο χωρίς να έχει καμιά σχέση μαζί του 4.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… …   Dictionary of Greek

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • καταπορνοκοπώ — καταπορνοκοπῶ, έω (Α) ξοδεύω, δαπανώ σε πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πορνο κοπῶ «είμαι προαγωγός»] …   Dictionary of Greek

  • Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Pornographie — Porno|gra|phi̲e̲ [zu gr. πορνογραϕος = von Huren schreibend] w; , ...i̱en: Abfassung pornographischer Werke, pornographisches Schrifttum …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”